- όρδινος
- ὄρδινος, ὁ (Α)1. διατεταγμένο έργο2. σειρά, γραμμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, -inis «τάξη, σειρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατόρδινα — επίρρ. κατά την τάξη που αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄρδινος (< λατ. ordo, ordinis, «τάξη»)] … Dictionary of Greek
ορδίνως — ὀρδίνως (Α) επίρρ. κατά σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρδινος «σειρά» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ορδιναίος — ὀδιναῑος, αία, ον (Μ) [όρδινος] τοποθετημένος κατά σειρά … Dictionary of Greek